- συμπέσσω
- και αττ. τ. συμπέττω και δ. αν. συμπέπτω Α1. καθιστώ κάτι ώριμο με θερμότητα («ἐπικάθηνται δ' ἐπὶ τοῑς κηρίοις αἱ μέλιτται καὶ συμπέττουσιν», Αριστοτ.)2. (σχετικά με εξάνθημα ή έλκος) επουλώνω3. εκκολάπτω4. ευνοώ την πέψη5. παθ. συμπέσσομαι(για τροφή) πέπτομαι, χωνεύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πέσσω / πέττω / πέπτω «μαγειρεύω, βράζω, ωριμάζω, χωνεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.